-
1 подойти
-йду, -йдёшь, παρλθ. χρ. подошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. подошедший, επιρ. μτχ. подойдя ρ.σ.1. πλησιάζω, σιμώνω, ζυγώνω•-дите ко мне ελάτε κοντά, πλησιάστε•
-шёл поезд πλησίασε το τρένο•
подойти опять ξαναπλησιάζω.
2. κοντεύω, φτάνω, προσεγγίζω,κοντοζυγώνω•дорога -шла к садам ο δρόμος έφτασε ως τους δεντρόκηπους•
катер -шёл к острову η άκατος κοντοζύγωσε στο νησί•
подойти к изучению дробей φτάνω στα κλάσματα•
моей сестре -шёл двадцатый год η αδερφή μου κοντεύει στα εικοσιένα (χρόνια).
3. μτφ. φέρνομαι με τρόπο επιλαμβάνομαι, προβαίνω σε εξέταση, εξετάζω•подойти объективно к оценке работы προβαίνω σε αντικειμενική εκτίμηση της εργασίας•
критически подойти к суждениям автора κριτικά να εξετάζομε τις κρίσεις (απόψεις) του συγγραφέα•
всем он помогает, умей только подойти к нему όλους αυτός τους βοηθά, αρκεί μόνο να ξέρεις πως να του φερθείς.
4. ταιριαζω, πηγαίνω•этот люч не -дёт к замку αυτό το κλειδί δεν ταιριάζει στην κλειδωνιά έτοτ•
цвет вам не -дёт αυτό το χρώμα δε θα σας πάει.
5. φουσκώνω•тесто -шло το ζυμάρι φούσκωσε.
6. χωρώ•корзина не -дёт под диван το καλάθι δε χωρά κάτω από το ντιβάνι.
|| συμφέρω•такая цена не -дёт τέτοια τιμή δε με συμφέρει.
|| εξαντλούμαι, φτάνω στο τέλος, στο αμήν•запасы совсем -шли τα αποθέματα εξαντλήθηκαν εντελώς.
εκφρ.подойти к концу – φτάνω στο τέλος.